ρεσί

ρεσί
το, Ν
άκλ. μουσ.
1. ενόργανο σόλο με πολυποίκιλο χαρακτήρα
2. ένα από τα πληκτρολόγια τού γαλλικού εκκλησιαστικού οργάνου
3. αίρ για σόλο φωνή με ύφος απαγγελτικό, διαδεδομένο στη Γαλλία κατά τον 17ο αιώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. recit < reciter «απαγγέλλω» (< λατ. recito «διαβάζω»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ρεσιτάλ — το, Ν άκλ. εκτέλεση μουσικών έργων μπροστά σε ακροατήριο από έναν και μόνο καλλιτέχνη («ρεσιτάλ πιάνου»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. recital < λατ. recito (βλ. λ. ρεσί)] …   Dictionary of Greek

  • ρετσιτατίβο — Είδος φωνητικής μουσικής. Είναι η αναπαράσταση σε τραγούδι του τόνου της φωνής και του ρυθμού του λόγου. To ρ. δεν αποτελεί κλειστή μουσική μορφή, που υποτάσσεται στη συντακτική διάρθρωση των κειμένων. (Πηγές του είναι η εκτέλεση από λαϊκούς… …   Dictionary of Greek

  • Πεσόα, Φερνάντο — (Pessoa, Λισαβόνα 1888 – 935). Πορτογάλος ποιητής. Είναι χωρίς αμφιβολία η πιο πολυσύνθετη μορφή της λογοτεχνίας του 20ού αι. στην Πορτογαλία. Έμεινε ορφανός από πατέρα στα πέντε του χρόνια και εγκαταστάθηκε με τη μητέρα του και τον πατριό του… …   Dictionary of Greek

  • βάρεσι — βάρος weight neut dat pl βά̱ρεσι , βᾶρις Et.Gud. fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὔρεσι — οὔ̱ρεσι , ὄρος implement for pressing grapes neut dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάρεσ' — πάρεσι , πάρεσις letting go fem voc sg πάρεσαι , παρέζομαι sit beside aor imperat mid 2nd sg (epic) πάρεσα , παρέζομαι sit beside aor ind act 1st sg (epic) πάρεσε , παρέζομαι sit beside aor ind act 3rd sg (epic) πάρεσο , παρίημι let fall at the… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φάρεσι — Φάρης masc dat pl Φά̱ρεσι , Φᾶρις fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάρεσι — φάρος a large piece of cloth neut dat pl φᾶρος a large piece of cloth neut dat pl φά̱ρεσι , φᾶρος a large piece of cloth neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὤρεσι — ὄαρ wife fem dat pl ὤ̱ρεσι , ὦρος sleep neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”