ρεσιτάλ — το, Ν άκλ. εκτέλεση μουσικών έργων μπροστά σε ακροατήριο από έναν και μόνο καλλιτέχνη («ρεσιτάλ πιάνου»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. recital < λατ. recito (βλ. λ. ρεσί)] … Dictionary of Greek
ρετσιτατίβο — Είδος φωνητικής μουσικής. Είναι η αναπαράσταση σε τραγούδι του τόνου της φωνής και του ρυθμού του λόγου. To ρ. δεν αποτελεί κλειστή μουσική μορφή, που υποτάσσεται στη συντακτική διάρθρωση των κειμένων. (Πηγές του είναι η εκτέλεση από λαϊκούς… … Dictionary of Greek
Πεσόα, Φερνάντο — (Pessoa, Λισαβόνα 1888 – 935). Πορτογάλος ποιητής. Είναι χωρίς αμφιβολία η πιο πολυσύνθετη μορφή της λογοτεχνίας του 20ού αι. στην Πορτογαλία. Έμεινε ορφανός από πατέρα στα πέντε του χρόνια και εγκαταστάθηκε με τη μητέρα του και τον πατριό του… … Dictionary of Greek
βάρεσι — βάρος weight neut dat pl βά̱ρεσι , βᾶρις Et.Gud. fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὔρεσι — οὔ̱ρεσι , ὄρος implement for pressing grapes neut dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάρεσ' — πάρεσι , πάρεσις letting go fem voc sg πάρεσαι , παρέζομαι sit beside aor imperat mid 2nd sg (epic) πάρεσα , παρέζομαι sit beside aor ind act 1st sg (epic) πάρεσε , παρέζομαι sit beside aor ind act 3rd sg (epic) πάρεσο , παρίημι let fall at the… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φάρεσι — Φάρης masc dat pl Φά̱ρεσι , Φᾶρις fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάρεσι — φάρος a large piece of cloth neut dat pl φᾶρος a large piece of cloth neut dat pl φά̱ρεσι , φᾶρος a large piece of cloth neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤρεσι — ὄαρ wife fem dat pl ὤ̱ρεσι , ὦρος sleep neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)